γεννάδειος

γεννάδειος
-α, -ο
ο σχετικός με τους Γενναδίους: Γεννάδειος βιβλιοθήκη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Γεννάδειος Βιβλιοθήκη — Βιβλιοθήκη της Αθήνας. Τον πυρήνα της αποτέλεσε η πλούσια συλλογή βιβλίων την οποία δώρισε ο Ιωάννης Γεννάδιος, στην Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας με τον όρο να ανεγερθεί ειδικό κτίριο στην Αθήνα για να στεγάσει μόνιμα τη βιβλιοθήκη.… …   Dictionary of Greek

  • γεννάδειος — α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μέλος τής οικογένειας τών Γενναδίων …   Dictionary of Greek

  • ГЕННАДИЕВСКАЯ БИБЛИОТЕКА — [греч. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη] в Афинах (Греция), одно из крупнейших в мире книжных собраний, посвященных эллинистике; содержит рукописи, редкие издания, архивы, произведения искусства. Располагается у вост. подножия холма Ликавитос в центре… …   Православная энциклопедия

  • Donald Nicol — Donald MacGillivray Nicol FBA, MRIA (Portsmouth, 4 February 1923 – Cambridge, 25 September 2003) was a British Byzantinist. Life Nicol was born to a Church of Scotland minister, and received a classical education at King Edward VII School in… …   Wikipedia

  • Donald Nicol — Donald MacGillivray Nicol FBA, MRIA (* 4. Februar 1923 in Portsmouth; † 25. September 2003 in Cambridge) war ein britischer Byzantinist und Koraes Professor of Modern Greek and Byzantine History, Language and Literature am King s College London.… …   Deutsch Wikipedia

  • βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • γκίζα — (al Jizah). Πόλη (2.540.000 κάτ. το 2002) της βόρειας Αιγύπτου, πρωτεύουσα του ομώνυμου κυβερνείου (85.150 τ. χλμ., 5.450.000 κάτ. το 2002). Η πόλη είναι γνωστή κυρίως για τις πυραμίδες του Χέοπα, του Χεφρίν και του Μικερίνου, που βρίσκονται σε… …   Dictionary of Greek

  • μάρμαρο — Ασβεστόλιθος οργανικής προέλευσης με σακχαρώδεις κόκκους, ο οποίος προέκυψε ύστερα από έντονες διεργασίες μεταμόρφωσης. Αυτές επέφεραν μια πλήρη ανακρυστάλλωση του ανθρακικού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί τη μάζα του πετρώματος· επίσης είναι συχνή …   Dictionary of Greek

  • ευεργέτες, εθνικοί — Ονομάζονται ε.ε. εκείνοι οι εύποροι Έλληνες, οι οποίοι από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και μετά δαπάνησαν ή κληροδότησαν το σύνολο ή μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για κοινωφελείς σκοπούς, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην πνευματική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”